- καλογεροσύνη
- καλογεροσύνη η1) монашество;2) монахи
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
καλογεροσύνη — και καλογηροσύνη, η [καλόγερος] 1. η ιδιότητα ή η ζωή τού καλογήρου 2. το σύνολο τών μοναχών … Dictionary of Greek
καλογεροσύνη — η 1. η ιδιότητα του καλόγερου, ο μοναχικός βίος, η καλογερική. 2. το σύνολο των καλογέρων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλογηροσύνη — η βλ. καλογεροσύνη … Dictionary of Greek